αθικτος

αθικτος
    ἄθικτος
    ἄ-θικτος
    2
    1) досл. нетронутый, незадетый, перен. незапятнанный
    

(τὸ σῶμα καὴ τὸ ἦθος καθαρὸν καὴ ἄθικτον Plut.)

    ἀδῄωτος καὴ ἄ. χώρα Plut. — область, уцелевшая от разорения;
    ἄ. τινος Soph., Plut., τινι Aesch. и ὑπό τινος Plut. — нетронутый кем(чем)-л., недоступный для чего-л.;
    ἄ. κερδῶν Aesch. и ἄ. δωροδοκίας Plut. — неподкупный

    2) неприкосновенный, заповедный, священный
    

(χῶρος Soph.; ἱερά Plut.)

    τὰ ἄθικτα Aesch., Soph. — священные предметы, святыни


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αθικτος" в других словарях:

  • άθικτος — άθικτος, η, ο και άθιχτος, η, ο 1. ανέγγιχτος: Το φαγητό έμεινε στο τραπέζι άθιχτο. 2. απείραχτος, σώος: Κοίταζαν το αρχαίο θέατρο και θαύμαζαν· τα χρόνια που πέρασαν το χαν αφήσει άθιχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἄθικτος — untouched masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθικτος — και χτος, η, ο (Α ἄθικτος, ον) παθητ. 1. αυτός που δεν τόν άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος 2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος 3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή νεοελλ. 1. αμεταχείριστος, καινούργιος 2. (με ηθική σημ.)… …   Dictionary of Greek

  • ἀθικτότερον — ἄθικτος untouched adverbial comp ἄθικτος untouched masc acc comp sg ἄθικτος untouched neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθικτον — ἄθικτος untouched masc/fem acc sg ἄθικτος untouched neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθίκτοις — ἄθικτος untouched masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθίκτου — ἄθικτος untouched masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθίκτους — ἄθικτος untouched masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθίκτων — ἄθικτος untouched masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθίκτῳ — ἄθικτος untouched masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄθικτα — ἄθικτος untouched neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»